- αν
- 1. σύνδ. υποθ., εάν: Αν πρόσεχες δε θα αρρώσταινες.2. απορηματικός σύνδ. που εισάγει πλάγια ερώτηση ολικής άγνοιας: Ρωτούσε αν θα πάνε ταξίδι.3. με τον και (και αν, αν και), σύνδ. εναντιωματικός: Αν και δε μου το είπες, εγώ το κατάλαβα.4. σύνδ. αοριστολογικός, όταν πριν απ' αυτόν υπάρχουν τα ό,τι και, όσο και: Ό,τι κι αν πεις δε σε πιστεύω (Ό,τι και να πεις δε σε πιστεύω). – Όσο κι αν θέλω δεν μπορώ (Όσο και να θέλω δεν μπορώ).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.